αμανιταριά

αμανιταριά
η
1. δύο ή τρία μανιτάρια που φυτρώνουν απ' την ίδια ρίζα
2. τόπος που φυτρώνουν μανιτάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμανίτης + -αριά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”